Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχρηλατώ — έω, Ν [ψυχρήλατος] (σχετικά με μέταλλο ή άλλο μεταλλικό αντικείμενο) κάνω ψυχρηλασία … Dictionary of Greek
ψυχρηλάτῳ — ψυχρήλατος cold forged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)